ρινοφαρυγγικός

ρινοφαρυγγικός
-ή, ό, Ν
ανατ. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στη μύτη και στον φάρυγγα (α. «ρινοφαρυγγική κοιλότητα» β. «ρινοφαρυγγικός πόρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + φαρυγγικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”